- παράγειος
- -ον, Α(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -γειος (< γη*), πρβλ. υπό-γειος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράγεια — παράγειος haunting the shallow water near the shore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράγειοι — παράγειος haunting the shallow water near the shore masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek